Eskalatsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: eskalatsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- esivanemad στα ελληνικά - καταγωγή, Προγόνων, καταγωγής, την καταγωγή, προγόνους
- eskaader στα ελληνικά - ίλη ιππικού, επιλαρχία, μοίρα, Μοίρας, Squadron
- eskaleerima στα ελληνικά - κλιμακώνομαι, κλιμακωθεί, κλιμακωθούν, κλιμακώνουν, κλιμακώνονται, κλιμακώνεται
- eskimo στα ελληνικά - βραχνός, τραχύς, εσκιμώος, Εσκιμώων, των Εσκιμώων, Εσκιμώο
Τυχαίες λέξεις
Eskalatsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση