Κλιμάκωση στα εσθονικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laienemine, eskalatsioon, katlakivi, eskaleerumist, suurendamise, suurendamine, eskaleerumise
Κλιμάκωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, κλιμάκωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα εσθονικά - kohtukutse, väljakutse, kohtukutseteks, kohtukutsest, vandemeeste
  • κλικ στα εσθονικά - klõps, nipsutama, plagisema, kliki, klõpsuga, klõpsa, klõpsu
  • κλιμακώνομαι στα εσθονικά - laienema, eskaleerima, eskaleerub, võimendab, väljuks, escalates, väljuks kontrolli alt
  • κλινική στα εσθονικά - kliinik, haigla, kliinikus, Clinic, kliiniku, kliinikusse
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: laienemine, eskalatsioon, katlakivi, eskaleerumist, suurendamise, suurendamine, eskaleerumise