Familiaarne στα ελληνικά
Μετάφραση: familiaarne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, απλός, ανεπίσημη, άνευ διατυπώσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- faktor στα ελληνικά - συντελεστής, παράγοντας, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
- fakultatiivne στα ελληνικά - προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
- familiaarsus στα ελληνικά - οικειότητα, unceremoniousness
- fanaatik στα ελληνικά - φανατικός, φανατικούς, φανατικοί, φανατικό, φανατικών
Τυχαίες λέξεις
Familiaarne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, απλός, ανεπίσημη, άνευ διατυπώσεων
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, απλός, ανεπίσημη, άνευ διατυπώσεων