Hoogsalt στα ελληνικά

Μετάφραση: hoogsalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, ορμή, δυναμική, ώθηση, ορμής, δυναμικής
Hoogsalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hoob στα ελληνικά - μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, του μοχλού
  • hoog στα ελληνικά - κέφι, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
  • hool στα ελληνικά - πατρονάρισμα, φροντίζω, προστασία, ενδιαφέρον, ανησυχία, φροντίδα, προβληματισμός, ...
  • hoolas στα ελληνικά - εργατικός, επιμελής, προσεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
Τυχαίες λέξεις
Hoogsalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, ορμή, δυναμική, ώθηση, ορμής, δυναμικής