Immuniteet στα ελληνικά

Μετάφραση: immuniteet, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυδοσία, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Immuniteet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • immuniseerima στα ελληνικά - διασφαλίζω, ανοσοποιώ, ανοσοποιούν, ανοσοποιεί, ανοσοποίηση
  • immuniseerimine στα ελληνικά - ανοσοποίηση, ανοσοποίησης, την ανοσοποίηση, εμβολιασμού, ανοσοποιήσεως
  • immutama στα ελληνικά - εμποτίζω, εμποτίσει, διαποτίσουμε, εμποτίζουν, γαλουχούν τους
  • immutamine στα ελληνικά - γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
Τυχαίες λέξεις
Immuniteet στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυδοσία, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία