Induktsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: induktsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισαγωγή, επαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, διέγερση, την επαγωγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indiviid στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
- indlema στα ελληνικά - αυλάκι, αποτελμάτωση, τέλμα, πεπατημένη, βαρβατίλα
- industrialiseerima στα ελληνικά - βιομηχανοποιώ, εκβιομηχανίζω, βιομηχανοποιούμε, εκβιομηχανίσει, βιομηχανοποιούν
- industrialiseerimine στα ελληνικά - εκβιομηχάνιση, βιομηχανοποίηση, εκβιομηχάνισης, βιομηχανοποίησης, την εκβιομηχάνιση
Τυχαίες λέξεις
Induktsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισαγωγή, επαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, διέγερση, την επαγωγή
Μεταφράσεις: εισαγωγή, επαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, διέγερση, την επαγωγή