Jõustamine στα ελληνικά

Μετάφραση: jõustamine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβολή, εφαρμογή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του
Jõustamine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jõupingutus στα ελληνικά - προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
  • jõustama στα ελληνικά - επιβάλλω, επιβάλουν, επιβάλλουν, επιβολή, την επιβολή, επιβάλει
  • jõuväli στα ελληνικά - πεδίο, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
  • jünger στα ελληνικά - μαθητής, οπαδός, μαθητή, μαθητής του, απόστολος, μαθητή του
Τυχαίες λέξεις
Jõustamine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβολή, εφαρμογή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του