Επιβολή στα εσθονικά
Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõustamine, maksmapanek, täitmise, jõustamise, täitmist, jõustamist
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβολή
επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας εσθονικά, επιβολή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- επιβλαβής στα εσθονικά - kahjulik, kahjulike, kahjuliku, kahjulikke, kahjulikku
- επιβλητικός στα εσθονικά - võimas, käskiv, väärikas, millega kehtestatakse, millega, kehtestatakse
- επιβραδύνω στα εσθονικά - aeglustama, väärakas, pidurdama, pärssima, viivitama, retard, retard'i, ...
- επιγράφω στα εσθονικά - sisse kirjutama, pühendama, registreerima, peale kirjutama, joonistada
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: jõustamine, maksmapanek, täitmise, jõustamise, täitmist, jõustamist
Μεταφράσεις: jõustamine, maksmapanek, täitmise, jõustamise, täitmist, jõustamist