Kett στα ελληνικά

Μετάφραση: kett, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Kett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ketser στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετικό, αιρετική, αιρετικού, αιρετικές
  • ketserlik στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετική, αιρετικές, αιρετικό, αιρετικών
  • kettaheide στα ελληνικά - δισκοβολία, δισκοβολίας
  • kevad στα ελληνικά - άνοιξη, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
Τυχαίες λέξεις
Kett στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο