Kinnine στα ελληνικά

Μετάφραση: kinnine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφυλακτικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, κρατημένος, αποπνικτικός, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Kinnine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kinnimaksmine στα ελληνικά - Να πληρώσει μακριά, Η αποπληρωμή, πληρώσει μακριά, πληρώσει μακριά την, Να πληρώσει μακριά την
  • kinnimätsimine στα ελληνικά - συγκάλυψη, συγκάλυψης, συγκάλυψη αυτών, προσπάθεια συγκάλυψης
  • kinnipidamine στα ελληνικά - εμμονή, κράτηση, κράτησης, την κράτηση, απαγόρευσης απόπλου, απαγόρευση απόπλου
  • kinnipidamiskoht στα ελληνικά - κράτηση, κράτησης, την κράτηση, απαγόρευσης απόπλου, απαγόρευση απόπλου
Τυχαίες λέξεις
Kinnine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφυλακτικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, κρατημένος, αποπνικτικός, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή