Αποκλειστικότητα στα εσθονικά

Μετάφραση: αποκλειστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinnine, eksklusiivne, erandlikkus, eksklusiivsus, ainuõiguslikkus, eksklusiivsust, kõik eripära
Αποκλειστικότητα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, αποκλειστικότητα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικά στα εσθονικά - vaid, ainult, üksnes, eranditult, ainuüksi
  • αποκλειστικός στα εσθονικά - kinnine, eksklusiivne, ainuõigusliku, ainuõiguslik, eksklusiivse, ainuõiguse
  • αποκληρώνω στα εσθονικά - pärandist ilma jätma, perinnöttömäksi, Teha perinnöttömäksi
  • αποκολλώ στα εσθονικά - eemaldama, eraldama, Eemaldada, Eemaldatakse, kõrvalda
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kinnine, eksklusiivne, erandlikkus, eksklusiivsus, ainuõiguslikkus, eksklusiivsust, kõik eripära