Kinniti στα ελληνικά

Μετάφραση: kinniti, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφίγγω, θήκη, στερέωση, συσφίγγω, συνδετήρας, συνδετήρα, στερέωσης, στερεώσεως, προσδετήρα
Kinniti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kinnitatud στα ελληνικά - σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
  • kinnitav στα ελληνικά - καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
  • kinnituma στα ελληνικά - εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, ...
  • kinnitus στα ελληνικά - καθησύχαση, αναγνώριση, διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, σιγουριά, εγγύηση, επιβεβαίωσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Kinniti στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφίγγω, θήκη, στερέωση, συσφίγγω, συνδετήρας, συνδετήρα, στερέωσης, στερεώσεως, προσδετήρα