Στερέωση στα εσθονικά

Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kordategemine, kinniti, kohitsemine, kinnitamine, fikseerimine, sidumise, fikseerimise, salvestuse, fikseerimiseks
Στερέωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στερέωση

στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, στερέωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • στενός στα εσθονικά - kitsas, kokkusurutud, tihe, kitsenema, lähedal, tihedas, lähedale, ...
  • στενόχωρος στα εσθονικά - aher, kokkulitsutud, ebamugav, ebamugavalt, ebameeldiv, ebamugaval, ebamugavaks
  • στερεοτυπία στα εσθονικά - stereotüüp, stereotüüpi, stereotüübi
  • στερεοτυπώ στα εσθονικά - stereotüüp, stereotüüpi, stereotüübi
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kordategemine, kinniti, kohitsemine, kinnitamine, fikseerimine, sidumise, fikseerimise, salvestuse, fikseerimiseks