Kompanjon στα ελληνικά
Μετάφραση: kompanjon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kommuun στα ελληνικά - κοινόβιο, κοινότητα, κοινότητας, δήμου, δήμο, κομμούνα
- kompaktsus στα ελληνικά - συμπαγές, συμπαγούς, πυκνότητα, το συμπαγές, συμπαγής
- komparatiivne στα ελληνικά - παραθετικός, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ, Συγκριτικό, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
- kompenseerima στα ελληνικά - αναπληρώνω, αντισταθμίζω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Τυχαίες λέξεις
Kompanjon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Μεταφράσεις: σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός