Σύντροφος στα εσθονικά
Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kompanjon, seltsiline, saatja, kaaslane, partner, kaaslase, kaaslaseks, kaaslasega
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύντροφος
σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας εσθονικά, σύντροφος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σύντομα στα εσθονικά - peagi, põgusalt, varsti, lühidalt, kähku, kiiresti, niipea, ...
- σύντομος στα εσθονικά - varsti, lakooniline, kähku, põgus, tabav, mõttetihe, peagi, ...
- σύριγγα στα εσθονικά - süstal, prits, süstlas, süstla, süstalt, süstlaga
- σύρμα στα εσθονικά - võhmal, traat, juhe, traadi, wire, traati
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kompanjon, seltsiline, saatja, kaaslane, partner, kaaslase, kaaslaseks, kaaslasega
Μεταφράσεις: kompanjon, seltsiline, saatja, kaaslane, partner, kaaslase, kaaslaseks, kaaslasega