Komponent στα ελληνικά

Μετάφραση: komponent, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, εξάρτημα, συστατικός, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου
Komponent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • komplitseeritud στα ελληνικά - περίπλοκος, πολύπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη
  • komponeerima στα ελληνικά - αποτελώ, συγκροτώ, συνθέτω, συνθέτουν, συνθέσετε, συνθέσει, απαρτίζουν
  • kompositsioon στα ελληνικά - έκθεση, σύνθεση, Η σύνθεση, τη σύνθεση, Η σύσταση, Η σύνθεσις
  • kompost στα ελληνικά - κοπρόχωμα, λίπασμα, κομπόστ, λιπασματοποίησης, κομποστοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Komponent στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, εξάρτημα, συστατικός, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου