Koostöövalmis στα ελληνικά
Μετάφραση: koostöövalmis, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, συνεργατική, συνεταιρισμού, συνεταιρισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- koostööaldis στα ελληνικά - συνεργατική, συνεργάσιμος, συνεταιρισμού, συνεταιρισμός, συνεταιρισμό
- koostööleping στα ελληνικά - συνεργασία, συνεργασίας, Η συνεργασία, της συνεργασίας, τη συνεργασία
- koosviibimine στα ελληνικά - ώρα, συγκέντρωση, get-
- koot στα ελληνικά - κόπανος, flail, χτυπάνε, αχρηστεύσεως ναρκών, θερίσματος
Τυχαίες λέξεις
Koostöövalmis στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, συνεργατική, συνεταιρισμού, συνεταιρισμό
Μεταφράσεις: συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, συνεργατική, συνεταιρισμού, συνεταιρισμό