Συνεταιρισμός στα εσθονικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koostöövalmis, kooperatiivne, partnerlus, partnerluse, partnerlust, partnerluses, koostöös
Συνεταιρισμός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνεταιρισμός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα εσθονικά - uje, häbelik, pelglik, arglik, kartlik, kartlikke
  • συνετά στα εσθονικά - naljahammas, irvhammas, targalt, arukalt, mõistlikult, targasti
  • συνετό στα εσθονικά - soovitatav, tark, mõistlik, targad, targa, arukas
  • συνετός στα εσθονικά - arukas, lahke, kaalutud, soovitatav, läbimõeldud, ettevaatlik, mõistlik, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: koostöövalmis, kooperatiivne, partnerlus, partnerluse, partnerlust, partnerluses, koostöös