Korsett στα ελληνικά

Μετάφραση: korsett, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Korsett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • korrutis στα ελληνικά - προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, του προϊόντος, το προϊόν
  • korsaar στα ελληνικά - κουρσάρος, Corsair, κουρσάρικα, κουρσάρικου, η Corsair
  • korsten στα ελληνικά - καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
  • korter στα ελληνικά - διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Τυχαίες λέξεις
Korsett στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό