Κορσέ στα εσθονικά

Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turvis, korsett, korsetti, korsettvööd, korsettide, korsetivarvad
Κορσέ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσέ

κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας εσθονικά, κορσέ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδεύω στα εσθονικά - ullike, haneksvõetu, Huiputtaa, dupe, Narri, Hämätä
  • κορσάζ στα εσθονικά - pihik, corsage, Korsett, värvi korsett
  • κορυδαλλός στα εσθονικά - lõoke, põldlõoke, Lark, lõokest, naljapärast, Hullut
  • κορυφή στα εσθονικά - tipp, tippkohtumine, ülemine, vurr, lagipunkt, top, ülemise, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: turvis, korsett, korsetti, korsettvööd, korsettide, korsetivarvad