Korter στα ελληνικά
Μετάφραση: korter, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korsett στα ελληνικά - κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
- korsten στα ελληνικά - καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
- kortik στα ελληνικά - κρεμάστρα, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ανάρτησης
- korts στα ελληνικά - αυλάκι, χαντάκι, πτυχή, ζάρωμα, ρυτίδα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ...
Τυχαίες λέξεις
Korter στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα