Lõikav στα ελληνικά
Μετάφραση: lõikav, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πικρός, στυφός, δριμύς, αιφνίδιος, κοφτερός, οξυδερκής, μυτερός, οξύς, δριμεία, καυστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lõikama στα ελληνικά - τρύγος, θερίζω, σοδειά, απόκομα, απόκομμα, ψαλιδίζω, snip, ...
- lõikamine στα ελληνικά - Κοπή, κοπής, Λάξευση, τεμαχισμού, την κοπή
- lõikelaud στα ελληνικά - κοπή του σκάφους, κοπής, ξύλο κοπής, τέμνοντα πίνακα, σανίδα κοπής
- lõikeleht στα ελληνικά - σχέδιο, παράγραφος, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
Τυχαίες λέξεις
Lõikav στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πικρός, στυφός, δριμύς, αιφνίδιος, κοφτερός, οξυδερκής, μυτερός, οξύς, δριμεία, καυστική
Μεταφράσεις: πικρός, στυφός, δριμύς, αιφνίδιος, κοφτερός, οξυδερκής, μυτερός, οξύς, δριμεία, καυστική