Löök στα ελληνικά

Μετάφραση: löök, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλοτσώ, σκάγια, ορμή, φυσώ, πυροβολισμός, αγκιστρώνω, χτύπημα, απεργία, χτυπώ, πυροβόλησα, επίδραση, γδούπος, πυροβολώ, σύγκρουση, γάντζος, κρότος, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Löök στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • löögiring στα ελληνικά - χτύπησε το, χτυπήσει το, χτυπήσει την, να χτυπήσει το, έπληξε την
  • lööja στα ελληνικά - δάρτης, σφαιριστής, σφαιριστών, batsman, σφαιριστή, μπάτσμαν
  • lööknõel στα ελληνικά - ο επικρουστήρας, επικρουστήρας
  • lööksõna στα ελληνικά - catch-, κάλυψης της
Τυχαίες λέξεις
Löök στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλοτσώ, σκάγια, ορμή, φυσώ, πυροβολισμός, αγκιστρώνω, χτύπημα, απεργία, χτυπώ, πυροβόλησα, επίδραση, γδούπος, πυροβολώ, σύγκρουση, γάντζος, κρότος, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση