Lahkelt στα ελληνικά

Μετάφραση: lahkelt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευγενικά, με χάρη, graciously, ευγενώς, σπλαχνικά
Lahkelt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lahkarvamus στα ελληνικά - ασυμφωνία, διαφορά, διαφωνία, διαφωνίας, τη διαφωνία, διαφωνίες, διαφωνεί
  • lahke στα ελληνικά - πρόσχαρος, φιλελεύθερος, φρόνιμος, καλόβουλος, συνετός, ευμενής, είδος, ...
  • lahkheli στα ελληνικά - ασυμφωνία, διχόνοια, διαφορά, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
  • lahknema στα ελληνικά - αποκλίνω, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει
Τυχαίες λέξεις
Lahkelt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευγενικά, με χάρη, graciously, ευγενώς, σπλαχνικά