Laht στα ελληνικά
Μετάφραση: laht, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβυσσος, κόλπος, χάσμα, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lahkusuline στα ελληνικά - διαφωνών, αμφισβητίας, σχισματικός, που διαφώνησε
- lahkuv στα ελληνικά - εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
- lahter στα ελληνικά - μέρος, επικεφαλίδα, τίτλος, κλάσης, κλάση, τίτλο
- lahterdama στα ελληνικά - κομμάτια, διαδρομές, κομματιών, τραγουδιών, ίχνη
Τυχαίες λέξεις
Laht στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβυσσος, κόλπος, χάσμα, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Μεταφράσεις: άβυσσος, κόλπος, χάσμα, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου