Άβυσσος στα εσθονικά
Μετάφραση: άβυσσος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõhe, laht, kuristik, neelukoht, kuristikku, kuristiku, kuristikust
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άβυσσος
άβυσσος βικιπαίδεια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, άβυσσος ενυδρεία, άβυσσος λεξικό γλώσσας εσθονικά, άβυσσος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- άβολα στα εσθονικά - ebamugavalt, ebamugav, ebameeldiv, ebamugaval, ebamugavaks
- άβολος στα εσθονικά - ebamugav, tülikas, ebasobiv, ebamugavalt, ebameeldiv, ebamugaval, ebamugavaks
- άγαλμα στα εσθονικά - skulptuur, kuju, kujundama, ausammas, statue, monument, Skulptuuri, ...
- άγγελμα στα εσθονικά - sõnum, teade, sõnumi, kiri, sõnumit
Τυχαίες λέξεις
Άβυσσος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lõhe, laht, kuristik, neelukoht, kuristikku, kuristiku, kuristikust
Μεταφράσεις: lõhe, laht, kuristik, neelukoht, kuristikku, kuristiku, kuristikust