Laienemine στα ελληνικά

Μετάφραση: laienemine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Laienemine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laiendus στα ελληνικά - επέκταση, ενίσχυση, μεγέθυνση, έκταση, προέκταση, παράταση, επέκτασης, ...
  • laienema στα ελληνικά - διευρύνω, κλιμακώνομαι, φουσκώνω, διαστέλλω, επεκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, ...
  • laienev στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
  • laik στα ελληνικά - ρανίδα, μέρος, εντοπίζω, βούλα, σπυρί, κηλίδα, έμπλαστρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Laienemine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη