Laik στα ελληνικά
Μετάφραση: laik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρανίδα, μέρος, εντοπίζω, βούλα, σπυρί, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- laienemine στα ελληνικά - κλιμάκωση, διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ...
- laienev στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
- laika στα ελληνικά - τραχύς, βραχνός, μεγαλόσωμος, Husky, βραχνή, χάσκι, με χάσκι
- laim στα ελληνικά - δυσφήμιση, ασβέστης, συκοφαντία, διαβολή, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ...
Τυχαίες λέξεις
Laik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρανίδα, μέρος, εντοπίζω, βούλα, σπυρί, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Μεταφράσεις: ρανίδα, μέρος, εντοπίζω, βούλα, σπυρί, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου