Βούλα στα εσθονικά
Μετάφραση: βούλα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
härg, pull, laik, sõnn, märkama, hüljes, pitsat, täpp, punkt, dot, punkti, punktiga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούλα
βούλα πατουλίδου, βούλα πατουλίδου χρυσή αυγή, βούλα παπαχρήστου, βούλα παπαϊωάννου, βούλα σαββίδη, βούλα λεξικό γλώσσας εσθονικά, βούλα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- βουρτσίζω στα εσθονικά - harjama, pintsel, pühkima, hari, võsa, harja, pintsliga
- βουτώ στα εσθονικά - pikee, taskuvaras, sukeldumine, süüvima, varastama, kitsikus, arest, ...
- βούληση στα εσθονικά - volõõnia, tahe, teeb, hakkab
- βούρτσα στα εσθονικά - pintsel, pühkima, harjama, hari, võsa, harja, pintsliga
Τυχαίες λέξεις
Βούλα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: härg, pull, laik, sõnn, märkama, hüljes, pitsat, täpp, punkt, dot, punkti, punktiga
Μεταφράσεις: härg, pull, laik, sõnn, märkama, hüljes, pitsat, täpp, punkt, dot, punkti, punktiga