Lemmikloom στα ελληνικά
Μετάφραση: lemmikloom, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωπεύω, κατοικίδιο ζώο, συντροφιάς, κατοικίδιων ζώων, pet, κατοικίδιο
![Lemmikloom στα ελληνικά Lemmikloom στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ee-gr-7295.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lelu στα ελληνικά - παιχνίδι, παιχνιδιών, παιχνιδιού, παιχνίδια, των παιχνιδιών
- lemmik στα ελληνικά - αγαπημένος, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα
- lemmikväljend στα ελληνικά - Αγαπημένη, Αγαπημένα, Αγαπημένες, Αγαπημένο, Λίστα αγαπημένων
- lend στα ελληνικά - πτήση, φυγή, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
Τυχαίες λέξεις
Lemmikloom στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, κατοικίδιο ζώο, συντροφιάς, κατοικίδιων ζώων, pet, κατοικίδιο
Μεταφράσεις: θωπεύω, κατοικίδιο ζώο, συντροφιάς, κατοικίδιων ζώων, pet, κατοικίδιο