Leskmees στα ελληνικά
Μετάφραση: leskmees, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρδος, χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρο ο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lesbose στα ελληνικά - Λέσβος, Λέσβου, Λέσβο, ΛΕΣΒΟΣ, τη Λέσβο
- lesestunud στα ελληνικά - χήρος, χήρα, χήρες, χηρευσάντων, χήροι
- leskmesilane στα ελληνικά - βουίζω, κηφήνας
- lest στα ελληνικά - παραδέρνω, παραπαίω, πλευρονήκτης, χωματίδα, καλκάνι, αφορά τη χωματίδα, τη χωματίδα
Τυχαίες λέξεις
Leskmees στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρδος, χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρο ο
Μεταφράσεις: φάρδος, χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρο ο