Lihtsalt στα ελληνικά

Μετάφραση: lihtsalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύτως, απλά, τελείως, απλώς, απλή, μόνο, απλά να
Lihtsalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lihtrahvalik στα ελληνικά - πεζός, λαϊκός, λαϊκή, folksy, απλούς, κοινωνικός
  • lihtsakoeline στα ελληνικά - απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
  • lihtsameelne στα ελληνικά - χαζός, αφελής, γλάρος, απλή-minded, αφελείς, απλό μυαλό, απλοϊκή, ...
  • lihtsameelsus στα ελληνικά - αφέλεια, απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
Τυχαίες λέξεις
Lihtsalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύτως, απλά, τελείως, απλώς, απλή, μόνο, απλά να