Liige στα ελληνικά

Μετάφραση: liige, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, συνάδελφος, τύπος, μέλος, άντρας, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Liige στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • liiga στα ελληνικά - επίσης, πάρα πολύ, πολύ, πάρα, υπερβολικά
  • liigahtus στα ελληνικά - ανάσα, αναπνοή
  • liigend στα ελληνικά - άρθρωση, γόμφος, κοψίδι, κοινός, μεντεσές, άρθρωσης, μεντεσέ, ...
  • liigendama στα ελληνικά - αποσυνθέτω, σαπίζω, αναλύσει, αναλύουν, αναλύσουμε, αναλύει, αναλύσουν
Τυχαίες λέξεις
Liige στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, συνάδελφος, τύπος, μέλος, άντρας, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών