Liivatee στα ελληνικά
Μετάφραση: liivatee, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμάρι, Θυμαρίσιο, Θυμαριού, Thyme, Το θυμάρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- liivamadal στα ελληνικά - σωρός άμμου, Sandbank, αμμουδιά, αμμώδη ύφαλο
- liivane στα ελληνικά - αμμώδης, αμμώδη, αμμώδεις, αμμουδερή, άμμο
- likviidsus στα ελληνικά - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
- liköör στα ελληνικά - λικέρ, λικέρ που, liqueur, ηδύποτο
Τυχαίες λέξεις
Liivatee στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμάρι, Θυμαρίσιο, Θυμαριού, Thyme, Το θυμάρι
Μεταφράσεις: θυμάρι, Θυμαρίσιο, Θυμαριού, Thyme, Το θυμάρι