Lind στα ελληνικά

Μετάφραση: lind, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλί, κόμματος, πτηνών, πουλιών, των πτηνών, πτηνό
Lind στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lina στα ελληνικά - λινός, κλινοσκεπάσματα, λινό, λινάρι, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, ...
  • linastus στα ελληνικά - διαλογή, προβληθεί, προβλήθηκε, ελέγχονται, εξετάζονται
  • lindistama στα ελληνικά - ταινία, ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, η εγγραφή
  • lindprii στα ελληνικά - φυγάς, εκτός νόμου, θέσει εκτός νόμου, θέσουν εκτός νόμου, παράνομο, απαγορεύσει
Τυχαίες λέξεις
Lind στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλί, κόμματος, πτηνών, πουλιών, των πτηνών, πτηνό