Määrama στα ελληνικά
Μετάφραση: määrama, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατάσσω, μνημονεύω, παραθέτω, υπολογίζω, χειροτονώ, προσδιορίζω, καθορίζω, προβλέπω, αποφασίζω, ορίζω, δημιουργώ, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- määgima στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα, ΒΑΑ, BAA, της BAA, η ΒΑΑ
- määr στα ελληνικά - πτυχίο, βαθμός, περιθώριο, τιμή, αναλογία, ποσοστό, ρυθμό
- määramatu στα ελληνικά - αβέβαιος, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, αβέβαια
- määramatus στα ελληνικά - αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
Τυχαίες λέξεις
Määrama στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατάσσω, μνημονεύω, παραθέτω, υπολογίζω, χειροτονώ, προσδιορίζω, καθορίζω, προβλέπω, αποφασίζω, ορίζω, δημιουργώ, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Μεταφράσεις: διατάσσω, μνημονεύω, παραθέτω, υπολογίζω, χειροτονώ, προσδιορίζω, καθορίζω, προβλέπω, αποφασίζω, ορίζω, δημιουργώ, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν