Ορίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: ορίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määrama, kirjutama, määratlema, määratleda, määrata, määratlevad, määratlemiseks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορίζω
ορίζω στα αγγλικά, ορίζω παράγωγα, ορίζω in english, ορίζω αρχικοί χρόνοι, ορίζω μεταφραση, ορίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ορίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οπτικός στα εσθονικά - optik, optiline, optilise, optilised, optiliste, optilist
- ορίζοντας στα εσθονικά - silmapiir, visiir, kiht, mütsinokk, tase, silmapiiril, horisondi, ...
- οραματιστής στα εσθονικά - visualizer, visualiseerijaga, visualisatsiooni, visualiseerija
- ορατός στα εσθονικά - ilmne, nähtav, nähtavad, nähtava, nähtavaks, nähtaval
Τυχαίες λέξεις
Ορίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: määrama, kirjutama, määratlema, määratleda, määrata, määratlevad, määratlemiseks
Μεταφράσεις: määrama, kirjutama, määratlema, määratleda, määrata, määratlevad, määratlemiseks