Määramine στα ελληνικά
Μετάφραση: määramine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, εκτίμηση, καταμερισμός, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Μεταφράσεις
- määramatu στα ελληνικά - αβέβαιος, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, αβέβαια
- määramatus στα ελληνικά - αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
- määramispiirkond στα ελληνικά - αρμοδιότητα, κυριαρχία, κτήση, περιοχή, ο, Η, Το, ...
- määratlema στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Τυχαίες λέξεις
Määramine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, εκτίμηση, καταμερισμός, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Μεταφράσεις: κατανομή, εκτίμηση, καταμερισμός, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό