Καταμερισμός στα εσθονικά
Μετάφραση: καταμερισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eraldus, määramine, jaotamine, jaotamise, jaotamist, jaotades, jaotamisega
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταμερισμός
καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταμερισμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καταλύω στα εσθονικά - esitama, katalüüsida, võimendada, katalüüsivad, hoogustada, kiirendada
- καταμέτρηση στα εσθονικά - mõõtmine, loendama, krahv, loota, arvestada, loe
- καταμετρώ στα εσθονικά - pügalpulk, admeasure
- κατανάλωση στα εσθονικά - allaneelamine, tarbimine, tarbimise, tarbimist, tarbimiseks, tarbimisest
Τυχαίες λέξεις
Καταμερισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: eraldus, määramine, jaotamine, jaotamise, jaotamist, jaotades, jaotamisega
Μεταφράσεις: eraldus, määramine, jaotamine, jaotamise, jaotamist, jaotades, jaotamisega