Mädanik στα ελληνικά
Μετάφραση: mädanik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mädanenud στα ελληνικά - σαθρός, σαπρός, χάλια, σαπισμένος, σάπιος, σάπιο, σάπια, ...
- mädanev στα ελληνικά - σάπισμα, σήψη, σαπίζουν, σαπίζει, έχουν υποστεί σήψη
- mädapaise στα ελληνικά - απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
- mädasoo στα ελληνικά - βάλτος, τέλμα, βάλτο, το τέλμα, έλος
Τυχαίες λέξεις
Mädanik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
Μεταφράσεις: σαπίζω, απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του