Σαπίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: σαπίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõdunemine, liigendama, pehkima, mädanema, lagunema, lagunemine, mädanik, roiskuma, suretama, Lämmatada, Nöyryyttää, Piinata, suretada
Σαπίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαπίζω

σαπίζω αγγλικά, σαπίζω συνώνυμα, σαπίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, σαπίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σανδάλι στα εσθονικά - sandaal, sandaalid, sandaalide, sandal, sandaali
  • σανός στα εσθονικά - hein, Heina-, heina, Hay, heinale
  • σαπιοκάραβο στα εσθονικά - vann, pütt, toober, vanni, ja vanni, toad
  • σαπισμένος στα εσθονικά - mädanenud, mäda, riknenud, firmamärki, roiskunud
Τυχαίες λέξεις
Σαπίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kõdunemine, liigendama, pehkima, mädanema, lagunema, lagunemine, mädanik, roiskuma, suretama, Lämmatada, Nöyryyttää, Piinata, suretada