Nähtavalt στα ελληνικά

Μετάφραση: nähtavalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρά, αισθητά, φανερά, ορατώς, εμφανώς, ορατά, ορατό, ορατή
Nähtavalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nähtamatu στα ελληνικά - αθέατος, αόρατος, αόρατο, αόρατη, αόρατα, αόρατες
  • nähtav στα ελληνικά - φαινομενικός, δήθεν, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
  • nähtavus στα ελληνικά - ορατότητα, προβολή, προβολής, ορατότητας, την προβολή
  • nähtus στα ελληνικά - φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό
Τυχαίες λέξεις
Nähtavalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρά, αισθητά, φανερά, ορατώς, εμφανώς, ορατά, ορατό, ορατή