Καθαρά στα εσθονικά
Μετάφραση: καθαρά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, võrk pakiruumis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρά
καθαρά δευτέρα έθιμα, καθαρά δευτέρα, καθαρά δευτέρα 2015, καθαρά δευτέρα 2013, καθαρά δευτέρα 2012, καθαρά λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθαρά στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθαγιάζω στα εσθονικά - pühitsema, hallow, Pyhittää
- καθαιρώ στα εσθονικά - kuluma, degradeerima, lustrate
- καθαρίζω στα εσθονικά - laitmatu, lihvima, puhas, koorima, tühi, parandama, koor, ...
- καθαρίστρια στα εσθονικά - koristaja, neiu, teenija, teenijatüdruk, maid, ümmardaja
Τυχαίες λέξεις
Καθαρά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, võrk pakiruumis
Μεταφράσεις: nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, võrk pakiruumis