Ohvitser στα ελληνικά
Μετάφραση: ohvitser, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ebavõrdsus στα ελληνικά - ανισότητα, ανισότητας, ανισοτήτων, ανισότητες, της ανισότητας
- faasan στα ελληνικά - φασιανός, φασιανό, φασιανού, φασιανοί, φασιανών
- hävitama στα ελληνικά - καταστρέφω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει
- köietantsija στα ελληνικά - ασύρματο, σχοινοβάτης
Τυχαίες λέξεις
Ohvitser στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Μεταφράσεις: στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό