Omand στα ελληνικά

Μετάφραση: omand, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κτήμα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Omand στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ettekääne στα ελληνικά - άλλοθι, δικαιολογία, δικαιολογία για, πρόσχημα, αφορμή, πρόφαση
  • kaamera στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
  • kandidatuur στα ελληνικά - υποψηφιότητα, διορισμό, διορισμού, διορισμός, το διορισμό
  • konservatiiv στα ελληνικά - συντηρητικός, Συντηρητικών, Συντηρητικό, Συντηρητικού, των Συντηρητικών
Τυχαίες λέξεις
Omand στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κτήμα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας