Päh στα ελληνικά

Μετάφραση: päh, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοκιμάζω, Bah, Μπα, τα Bah
Päh στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elektripliit στα ελληνικά - φάσμα, διακυμαίνομαι, εμβέλεια, ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρική, ηλεκτρικά, ...
  • hetktõmmis στα ελληνικά - στιγμιότυπο, Snapshot, Δείκτες, στιγμιότυπου, Στατιστικά και Δείκτες
  • jakk στα ελληνικά - σακάκι, μπουφάν, μανδύα, χιτώνιο, περίβλημα
  • liuglema στα ελληνικά - τσουλήθρα, γλιστρώ, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, να πετάξει στα ύψη
Τυχαίες λέξεις
Päh στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοκιμάζω, Bah, Μπα, τα Bah