Päike στα ελληνικά
Μετάφραση: päike, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ebatäiuslikult στα ελληνικά - ατελώς, ελλειπώς, ατελής, ελλιπώς, ατελούς
- gaasipedaal στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, επιταχυντής, επιταχυντή, γκαζιού, επιτάχυνσης, γκάζι
- jõnksuline στα ελληνικά - απότομος, νευρικός, σπασμωδικός, jerky, σπασμωδικές
- läbitungimatus στα ελληνικά - στεγανότητα, αδιαπερατότητα, αδιαπερατότητας, στεγανότητας, μη διαπερατότητας
Τυχαίες λέξεις
Päike στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Μεταφράσεις: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο