Põhk στα ελληνικά
Μετάφραση: põhk, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρίμματα, σκουπίδια, άχυρο, καλαμάκι, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- homaar στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
- kättesaadav στα ελληνικά - ευπρόσιτος, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
- noorem στα ελληνικά - υφιστάμενος, νέος, μικρός, μικρότερος, κατώτερος, κατώτερο, Νέων, ...
- numeraal στα ελληνικά - αριθμός, αριθμό, αριθμητικό, τον αριθμό, νούμερο
Τυχαίες λέξεις
Põhk στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρίμματα, σκουπίδια, άχυρο, καλαμάκι, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής
Μεταφράσεις: απορρίμματα, σκουπίδια, άχυρο, καλαμάκι, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής