Peale στα ελληνικά
Μετάφραση: peale, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, χωριστά, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ebasõbralikkus στα ελληνικά - εχθρικός, δυσμενής, εχθρικό, εχθρική, μη φιλικό
- ennekuulmatu στα ελληνικά - σκανδαλώδης, εξωφρενικός, ανήκουστος, ανήκουστο, ανύπαρκτες, ανήκουστη, ανήκουστες
- kuhjumine στα ελληνικά - επαύξηση, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
- limused στα ελληνικά - μαλάκια, μαλακίων, δίθυρων, δίθυρα, τα μαλάκια
Τυχαίες λέξεις
Peale στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, χωριστά, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
Μεταφράσεις: σε, χωριστά, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από