Peitel στα ελληνικά
Μετάφραση: peitel, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fusioon στα ελληνικά - σύντηξη, συγχώνευση, τήξη, σύντηξης, Fusion
- kolmandane στα ελληνικά - τριτογενής, τριτοβάθμια, τριτοβάθμιας, τριτογενή, τριτοταγείς
- kutsumus στα ελληνικά - επάγγελμα, αποστολή, κλίση, προσανατολισμό, λειτούργημα
- neutraliteet στα ελληνικά - ουδετερότητα, ουδετερότητας, την ουδετερότητα, της ουδετερότητας, η ουδετερότητα
Τυχαίες λέξεις
Peitel στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις: καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο